Περσέι — Περσέϊ , Περσεύς a fish masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέρσει — Πέρσεϊ , Πέρσευς masc dat sg (epic) Πέρσευς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσεῖ — Περσεύς a fish masc dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσεῖ — πέρθω waste fut ind mid 2nd sg (doric) πέρθω waste fut ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek